Υπήρξε η προσωποποίηση της φτώχειας, του πόνου, της αδικίας αλλά και της δύναμης, της υπομονής και της τιμιότητας.
Ήταν και θα παραμείνει ες αεί, το αγαπημένο «παιδί του λαού» που εξέφρασε μέσα από τους κινηματογραφικούς του ρόλους και τα τραγούδια του τα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων που αναγνώρισαν στο πρόσωπό του έναν απ’ αυτούς.
Και πως να μην ένιωθε πλήρης; Έγραψε ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και το τραγούδι, αγαπήθηκε όσο λίγοι και όταν ήρθε η ώρα, αποσύρθηκε για ζήσει όπως εκείνος επιθυμούσε, μακριά από τα αδιάκριτα φώτα, σε ένα κτήμα στην ανατολική Αττική, μαζί με την οικογένειά του, την αγαπημένη του σύζυγο, τα παιδιά και τα εγγόνια του.
Πριν από λίγες ημέρες και μετά από έναν ολόκληρο μήνα νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας, λόγω σοβαρών καρδιολογικών προβλημάτων, ο αγαπημένος ηθοποιός έδειξε σημάδια βελτίωσης και μεταφέρθηκε σε απλή κλίνη συνεχίζοντας τη θεραπεία του.
Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει.
Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα.
Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα», που κυκλοφόρησε, το 2005, από τις εκδόσεις «Άγκυρα».
Στις 400 σελίδες αυτούς του βιβλίου, διηγήθηκε τη ζωή του, έτσι όπως την έχτισε, «Πετραδάκι – πετραδάκι», από τη φτωχογειτονιά της Νέας Ιωνίας που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Ως παιδί προσφύγων που πάλευαν καθημερινά για το ψωμί τους, γνώρισε από πολύ νωρίς τί θα πει φτώχεια και στερήσεις. Παρόλα αυτά δεν το έβαλε κάτω και κυνήγησε τα όνειρά του.
Έπαιξε ποδόσφαιρο με την ΑΕΚ στα εφηβικά του χρόνια, διάβαζε διαρκώς ενώ όταν ήρθε η ώρα να αποφασίσει ποιον δρόμο θέλει να ακολουθήσει στη ζωή του, τα βήματά του τον οδήγησαν στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Είχε μαγευτεί από τις ερμηνείες του Μάνου Κατράκη κι ήθελε να μπει κι ο ίδιος στον μαγικό αυτό κόσμο.
Ο ίδιος αναδείχτηκε ως ιδανικός ερμηνευτής των πονεμένων τραγουδιών που ηρώων που υποδυόταν. Γι’ αυτό και όταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 έληξε η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου έστρεψε εκεί το ενδιαφέρον του.
Κυκλοφόρησε 9 δίσκους και 55 σίγκλς και ερμήνευσε συνολικά 300 τραγούδια με σημαντικές υπογραφές όπως αυτές του Απόστολου Καλδάρα, του ΄Ακη Πάνου, του Χρήστου Νικολόπουλου του Σταύρου Ξαρχάκου κ.α.
Γιατί, κακά τα ψέματα, ο πολύς κόσμος είχε ταυτίσει τον Ξανθόπουλο με τον βαρύ, μονίμως λυπημένο άνδρα που υποδυόταν στις ταινίες. Κι όμως, στην πραγματική του ζωή, δεν ήταν αυτός ο άνδρας: «Δεν με ξέρετε, κανένας δεν με ξέρει.
Η εικόνα μου δεν είναι αυτή που δημιούργησαν, ίσως να φταίω κι εγώ που δεν αντιδρώ, δεν μιλάω.
Η καλή μου η Ελένη Ζαφειρίου, που έκανε τη μάνα μου στις ταινίες, μου «λεγε, "Χαμογέλα, βρε. Ενώ είσαι τόσο καλό παιδί, έτσι που σε βλέπουν μουτρωμένο, βάζουν χίλια δυο στο μυαλό τους. Μην αδικείς ο ίδιος τον εαυτό σου».