Άρτα: Ξυλοφόρος - Πωλητής καυσόξυλων στην Άρτα - Η πόλη ξεπαγιάζει το 2019… όπως το 1949!

Άρτα: Ξυλοφόρος - Πωλητής καυσόξυλων στην Άρτα - Η πόλη ξεπαγιάζει το 2019… όπως το 1949!
Άρτα, 1949. Η πόλη ξεπαγιάζει και περιμένει τους πλανόδιους πωλητές ξύλων απ’ τα χωριά για να προμηθευτεί καυσόξυλα για το τζάκι.
Συγκρατήστε αυτή την ημερομηνία, για να δείτε τους τραγικούς κύκλους που κάνει η Ιστορία…
Το σπιράλ της εξαθλίωσης

Φεβρουάριος 2019. Τη μέρα που ξεκίνησα να γράφω το παρόν κείμενο κυκλοφορούσαν δύο ιδιαίτερα πικρές ειδήσεις, που μας γυρίζουν πάρα πολλά χρόνια πίσω… «Στοιχεία-σοκ: Ένας στους τέσσερις Έλληνες αδυνατεί να έχει επαρκή θέρμανση» και «Μαγνησία: Μαθήτρια διάβαζε στο πεζοδρόμιο γιατί ήταν κομμένο το ρεύμα στο σπίτι».

Περίεργα τα παιγνίδια της ιστορίας. Λένε ότι κάνει κύκλους, μόνο που στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό το σπιράλ εξαθλίωσης έχει εγκατασταθεί εδώ και χρόνια, καταπίνοντας όλο και περισσότερους συνανθρώπους μας, καταβυθίζοντάς τους στην ανέχεια, την αναξιοπρέπεια, τον φόβο, την απελπισία.

Αν κάποιος το 2004 μας έλεγε ότι σε 15 χρόνια θα ήταν μεγάλη πολυτέλεια το κάποτε αυτονόητο, δηλαδή η θέρμανση, θα τον θεωρούσαμε όχι απλώς κινδυνολόγο, αλλά και ανισόρροπο…

«Πούντιασαν τα πιδιά μας στ’ν Αθήνα!»

Φέτος τον χειμώνα κάποια Σαββατοκύριακα ήμουν στον γενέθλιο τόπο, τη Μαρκινιάδα, αλλά επισκέφτηκα κι άλλα χωριά. Για ευνόητους λόγους δεν θα πω σε ποιο χωριό ήμουν όταν άκουσα το ηλικιωμένο ζευγάρι να μου λέει με θλίψη ότι αισθάνονταν σχεδόν ένοχοι για το ότι απολάμβαναν την υπέροχη ζέστη του σπιτιού, ενώ τα παιδιά και τα εγγόνια τους στην Αθήνα τουρτούριζαν στο κρύο!

-Βασίλη μ’, ιμείς έχουμι ζέστα ιδώ… Έχουμι κι τζιάκι, έχουμι κι μασίνα (σόμπα)… Πού να τα κάψουμι τόσα ξύλα… Είνι γιουμάτους ου τόπους ξύλα ιδώ… Έβγα όξου στ’ μάντρα (αυλή) να ιδείς… Αλλά τα πιδιά μας στ’ν Αθήνα πούντιασαν! 

Μας παίρουν τηλέφουνου κι μας λέν’ κάθουντι τσιουλιασμένοι, μι τ’ς κουβέρτις κατσιούλα (δηλ. κουκουλωμένοι με τις κουβέρτες μέχρι πάνω). 

Τι να κάνουμι κι ιμείς… Τ’ αγγόνια μ’ λυπάμι πλειότιρου (περισσότερο)… ‘Παππού, θα έρθουμι στου χουριό να ζισταθούμι στου τζιάκι…’. Έτσι έλιγι ου αγγουνός μ’ στου τηλέφουνου ιψέ… Καληώρα του…».

Και βέβαια δεν είναι οι Αθηναίοι οι μόνοι που κρυώνουν. Πλην των κατοίκων των χωριών όπου υπάρχουν άφθονα ξύλα, όλοι οι άλλοι νιώθουμε στο πετσί μας τι σημαίνει χειμώνας.

Η Άρτα, φυσικά, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση σε αυτή τη… δημοκρατία της εξαθλίωσης, όπου όλοι, για μια δεκαετία τώρα, βιώνουμε επώδυνες και δραματικές αλλαγές στο βιοτικό μας επίπεδο. Και φυσικά, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πόσο θα διαρκέσει αυτή η κατρακύλα.

Στην Άρτα λοιπόν σήμερα, όπως και στις περισσότερες πόλεις της επαρχίας, η κεντρική θέρμανση είναι πολυτέλεια, οπότε μια λύση ανάγκης είναι τα τζάκια. «Αλλά πού να ζεσταθείς με το τζάκι, ρε Βασίλη… 

Τον εαυτό μας κοροϊδεύουμε όλοι… Άμα δεν έχεις καλοριφέρ… Τις προάλλες κάναμε πλάκα με τη γυναίκα μου… Έχουμε ένα σωρό πολυτέλειες μέσα στο σπίτι… Τηλεοράσεις, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, συστήματα ήχου… Αλλά λείπει το βασικότερο: 

Η θέρμανση! Τι να το κάνεις το υπερσύγχρονο κινητό όταν τουρτουρίζεις απ’ το κρύο; Ή να κάθεσαι με το πάπλωμα στον καναπέ; 

Τώρα που σπουδάζουν τα παιδιά μας, εμείς οι δυο καθόμαστε σ’ ένα δωμάτιο, για να ζεσταινόμαστε με τη σόμπα… Άσ’ τα…». Αυτό μού έλεγε συγγενικό πρόσωπο που μένει στην Άρτα, περιγράφοντας με πικρό χιούμορ τα όσα βιώνει ο καθένας.

Κι επειδή σε όλους μάς αρέσουν τα ταξίδια πίσω στον χρόνο, ας μεταφερθούμε στο παρελθόν, για να δούμε πώς ζεσταίνονταν οι Αρτινοί…

Παιδική εργασία

Θα μου επιτρέψετε να κάνω μια μικρή παρένθεση: Επειδή αρκετοί κάτοικοι των χωριών μας επικαλούνται τα «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα» (πολλές φορές μάλιστα… αυτόκλητοι υπερασπιστές τους είναι τα παιδιά ηλικιωμένων πληροφορητών) αποφάσισα για το άρθρο μου αυτό να στηριχθώ κυρίως σε πληροφορίες από μια άμεσα διαθέσιμη πηγή, τους γονείς μου.

Ο πατέρας μου Χαρίλαος ξεκίνησε να πουλάει ξύλα στην Άρτα από μικρή ηλικία, από παιδί ακόμα, όπως θυμάται ο ίδιος. Η οικογένειά του ήταν πάρα πολύ φτωχή (όπως και σχεδόν όλοι τότε στα χωριά), οπότε τα παιδιά έμπαιναν από πολύ μικρά στη βιοπάλη, στον αγώνα της οικογένειας για επιβίωση.

Σχεδόν καθημερινά (εκτός Κυριακής) έκοβαν ξύλα, τα οποία μετέφεραν με άλογα στην Άρτα, για να τα πουλήσουν. Ξεκινούσαν πρωί, πριν ξημερώσει, έφταναν στις 9 στην Άρτα και πολλές φορές δεν μπορούσαν να πουλήσουν τα ξύλα πριν απ’ το μεσημέρι, στις 3 η ώρα.

Όπως μου λέει, πουλούσαν ξερά αλλά και χλωρά ξύλα. Τα ξερά ξύλα τα χρησιμοποιούσαν στα τζάκια, για τη θέρμανση των σπιτιών, ενώ τα χλωρά τα αγόραζαν αποκλειστικά οι φούρνοι της πόλης.

«Θ’μάμι σαν τώραϊα… Ήμαν 15 χρουνών (το 1949) τότι π’ προυτουπήγα να π’λήσου ξύλα στ’ν Άρτα, μαζί μ’ έναν άλλου, του μακαρίτη του Λία (Ηλία) Σαλαμούρα. Αυτός ήταν μιγαλύτιρους, ήξιρι τα κατατόπια, πού π’λάν’ τα ξύλα… Ιγώ πού να ήξιρα… Φόρτουσα τ’ φουράδα μι ξύλα κι πήρα ένα τάλιρου κόκκινου, χάρτινου.

Τι χαρά έκαμα… Πέντι χιλιάδις ήταν (πληθωριστικό νόμισμα, αντιστοιχούσε σε 5 δραχμές). Πήρα του πιντουχίλιαρου κι το ‘βαλα σι μία κούτα απού τσιγάρα (τα τσιγάρα τα πούλαγαν χύμα τότι, τ’ν ηύρα στου δρόμου τ’ν κούτα κι τ’ν πήρα). Τ’ν κούτα μι του λιφτό (χαρτονόμισμα) τ’ν έβαλα μέσα στουν τρουβά κι του κρέμασα στ’ άλουγου. 

Δε χάλασα καθόλου λιφτά, δεν αγόρασα τίπουτα. Είχα πάρει κ’λούρα ροκίσια (καλαμποκίσιο ψωμί) κι τ’ν έφαγα ξιρή (χωρίς προσφάι, συνοδευτικό), για να πάου τα λιφτά στου σπίτι… Τόση ανέχεια ήταν τότι…».

Ο πατέρας μου, πολύτιμος πληροφορητής, θυμάται χαρακτηριστικά ότι την πρώτη φορά που πήγε στην Άρτα ως ξυλοφόρος (δηλ. πλανόδιος πωλητής ξύλων) πούλησε τα καυσόξυλα σ’ ένα μικρό στενό δίπλα στον βυζαντινό ναό του Αγίου Βασιλείου, κοντά στη σημερινή λαϊκή αγορά.

Τα ξύλα που… γίνονταν ασβέστης!

Τα ξύλα που πουλούσαν ήταν και ξερά (κομμένα την προηγούμενη χρονιά) αλλά και χλωρά (κομμένα πολλές φορές την προηγούμενη μέρα). 

Η κάθε κατηγορία προοριζόταν για διαφορετική χρήση. Τα ξερά ξύλα για θέρμανση στο τζάκι, αλλά και για τα πλυσταριά, μιας και οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα στο χέρι, σε σκάφες. Για να εξασφαλίζουν όμως καυτό νερό, είχαν καζάνια, οπότε η φωτιά έπρεπε να καίει συνεχώς. Σαν απορρυπαντικό χρησιμοποιούσαν κυρίως αλισίβα (σταχτόνερο).

Το επάγγελμα του ξυλοφόρου, κουραστικό έως εξοντωτικό, το ασκούσαν πολλοί φτωχοί χωρικοί, όχι μόνο από τη Μαρκινιάδα, αλλά και από άλλα χωριά του νομού, φυσικά όσα βρίσκονταν κοντά στην πόλη της Άρτας, δηλαδή Πέτα, Φωτεινό, Μεγάρχη, αλλά και Κλειστό.

Όπως αντιλαμβανόμαστε, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ξυλοφόρων (νεαρής ηλικίας στην πλειονότητά τους) ήταν πολύ σκληρός. Κι αφού υπήρχε μεγάλη προσφορά, ήταν φυσικό οι υποψήφιοι αγοραστές να διαπραγματεύονται την τιμή των ξύλων, κατά το κοινώς λεγόμενο «έκαναν παζάρια». 

Τα ξύλα στους φούρνους τα πουλούσαν με το ζύγι (τα ζύγιζαν οι φουρνάρηδες σε πλάστιγγα), ενώ τα καυσόξυλα για τα σπίτια τα πουλούσαν με το φόρτωμα, δηλ. όλο το φορτίο του υποζυγίου.

Τα πράγματα όμως ήταν πολύ δύσκολα τις βροχερές μέρες, οπότε οι νοικοκυρές (κατά κύριο λόγο αυτές αγόραζαν τα ξύλα) δεν έβγαιναν απ’ τα σπίτια τους. 

Νηστικοί και κατάκοποι οι ξυλοφόροι, ήταν αναγκασμένοι να τριγυρίζουν στους δρόμους, διαλαλώντας την πραμάτεια τους. «Απόσταιναν (κουράζονταν) τ’ άλουγα! Ιμείς πιρπατώντα κι όπουτι έρθουμασταν (επιστρέφαμε) απ’ τ’ν Άρτα καβάλα», θυμάται ο πατέρας μου.

Όταν όμως μεσημέριαζε και δεν φαινόταν καμία ελπίδα να πουλήσουν τα ξύλα… έκαναν μια μικρή εξαπάτηση για να κάνουν τις νοικοκυρές να βγουν απ’ τα σπίτια τους. Φώναζαν λοιπόν «Ασβέστη! Ασβέστη!» (που ήταν πιο σπάνιος απ’ τα ξύλα). Συνήθως το κόλπο έπιανε. 

Έβγαιναν στον δρόμο οι νοικοκυρές, όμως έβλεπαν ότι αντί για ασβέστη οι νεαροί πουλούσαν ξύλα! Τις περισσότερες φορές, οι γυναίκες δεν κρατούσαν κακία στα φτωχόπαιδα που έλεγαν αυτό το μικρό ψέμα, οπότε, έστω και με παζάρια για την τιμή, αγόραζαν τα ξύλα, οπότε ήταν όλοι ευχαριστημένοι.

Μιας και οι περισσότερες γυναίκες ήταν κι αυτές νεαρής ηλικίας, ήταν φυσικό να γλυκοκοιτάζουν τα χωριατόπαιδα που πουλούσαν ξύλα στην Άρτα. «Αυτά τα παλούκια θέλω να μου τα βάλεις μέσα…» έλεγαν μ’ ένα πονηρό χαμόγελο προς τους ξυλοφόρους, εννοώντας φυσικά ότι ήθελαν βοήθεια για να κουβαλήσουν τα ξύλα μέσα στην αυλή του σπιτιού.

«Κάμε λίγου παρέκεια, να κάτσου κι ιγώ…»

Το να κόβεις κάθε μέρα ξύλα και την επόμενη να τα μεταφέρεις με το άλογο στην Άρτα για να πουλήσεις σήμαινε μια απίστευτα κουραστική καθημερινότητα. Κι όπως είπαμε, οι ξυλοφόροι μπορεί να ήταν ηλικίας ακόμη και 15 χρονών.

Τα ελάχιστα χρήματα από την πώληση των καυσόξυλων έπρεπε να «κατατεθούν» στο κοινό ταμείο της οικογένειας, δεν υπήρχε ούτε καν σκέψη ότι το παιδί θ’ αγόραζε κάτι μόνο για τον εαυτό του (πονάει οποιαδήποτε σύγκριση με τα καλομαθημένα παιδιά της εποχής μας…). 

Σημειώνεται ότι το πρωί πήγαιναν στην Άρτα «ποδαράτοι», δηλαδή περπατώντας, ενώ το μεσημέρι έφιπποι. Τα υποζύγια ήταν άτυχα και προς τις δύο κατευθύνσεις, αφού το πρωί μετέφεραν ξύλα στην Άρτα, ενώ το μεσημέρι τους ιδιοκτήτες τους στο χωριό.

«Μ’ αυτά τα λιφτά πο’ ‘πιρναμαν απ’ τα ξύλα, αγόραζαμαν μία ουκά ρύζι, μία ουκά λάδι, κάνα ρέγκου (μια ρέγκα), κάνα πέτσουμα μπακαλάρου (δηλ. ένα φύλλο μπακαλιάρου), ό,τι έλειπι στου σπίτι…». 

Εδώ βλέπουμε ότι τα παιδιά, εκτός απ’ το ότι ήταν αναγκασμένα να δουλέψουν από τόσο τρυφερή ηλικία (άρα δεν είχαν τη δυνατότητα να μάθουν γράμματα), έμπαιναν πολύ νωρίς στα βαθιά, δηλ. στη σωστή διαχείριση των χρημάτων.

Μερικές φορές, οι νεαροί ξυλοφόροι έπαιρναν και κάτι που ήθελαν πολύ, π.χ. κουδούνια για τα γιδοπρόβατα. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία (του 1955) απεικονίζεται δεξιά ο πατέρας μου κι αριστερά ο αδερφός του, ο μακαρίτης θείος Πέτρος. Και οι δύο κρατάνε «κύπρια», δηλ. κουδούνια για τα γίδια, μιας και ήταν το μεράκι του θείου μου.

Φυσικά, μερικές φορές ένα φτωχικό φαγητό ήταν η μόνη «πολυτέλεια» που εξασφάλιζαν οι ξυλοφόροι, ως ανταμοιβή για τον κόπο τους. Αφού πούλαγαν τα ξύλα λοιπόν, κάθονταν για φαγητό. 

Ένα συνηθισμένο στέκι τους ήταν το εστιατόριο των αδερφών Κώστα και Δημήτρη Διονύση, στην κεντρική οδό Σκουφά, κατεβαίνοντας τον δρόμο, λίγο μετά την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. 

Δεν υπήρχαν καρέκλες, αλλά μεγάλοι καναπέδες και μεγάλα τραπέζια, οπότε καθόταν ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς φυσικά να γνωρίζονται. Το βασικό ήταν να φάνε κάτι, όχι η άνεση που θέλουμε σήμερα.

Εδώ θα δώσω και πάλι τον λόγο στον πατέρα μου, για να μας μεταφέρει με τη ντοπιολαλιά στη σκληρή αυτή εποχή: «Κάθουμασταν ούλοι μαζί… ‘Κάμι λίγου παρέκεια (κάνε πιο ‘κεί) , να κάτσου κι ιγώ…’, έλιγαμαν. 

Μ’σή μιρίδα φασ’λάδα κι το’ ‘λιγις τα’ μάγειρα να σ’ βάλει κι πουλύ ζ’μί… Νιρό… Τρία μπούλια (φασόλια) θανα ‘πιανι (θα έπιανε) μι τα’ν κ’τάλα… Κι σο’ ‘βανι κι μπόλικου ζ’μί, να ρίξεις του ψουμί, να γένει παπάρα. 

Πουλλές φουρές είχαμαν κ’λούρα καλαμπουκίσια απ’ του χουριό, αλλά αυτήνη δεν απάλινι (απαλαίνω: μαλακώνω) κι έτσι έρθουνταν ξιρό μέσα στου ζ’μί… Στου ιστιατόριου σο’ ‘κουβι λίγου ψουμί, πού να χουρτάσουμι ιμείς… Πουλλές φουρές αγόραζαμαν λίγου ψουμί (πενήντα λεπτά, μισή δραχμή το έτος 1949, από το πληθωριστικό νόμισμα)… Ιμείς ήθιλαμαν ψουμί, να ρ’πώσει η πείνα (δηλ. να μειωθεί). 

Κράταγις ένα κουμματσιούλι (κομματάκι) ψουμί απ’ του φούρνου κι έμπινις στου ιστιατόριου, σα να πάνιγις (πήγαινες) να ταΐσεις του σκ’λί… Ου φούρνους ήταν λίγου παρακάτου απ’ του μαγειρείου… Δεν έμπινις μέσα… Είχι μία φιγγίτα (γκισέ, όπως στα ταμεία των τραπεζών) κι πάινις απόξου κι σ’ το’ ‘δουνι στου χέρι ικειός που ‘ταν μέσα, ου υπάλληλους… Δε σ’ του τύλιγι… 

Ήταν τυχιρός ικειός πο’ ‘φαγι τέτοιου ψουμί… Αγόραζαμαν κι χαλβά (χύμα) κανιά φουρά, για να φάμι μι ψουμί απ’ του φούρνου… Τα φαϊά που ‘χαν στου ιστιατόριου τα ‘τρουγαμαν σι λίμπις χουματένιις (δηλ. σε πήλινα πιάτα). 

Λίγις κατσαρόλις είχαν στου ιστιατόριου: μία φασ’λάδα, μία φακή, μία πατάκις μαγιριμένις (δηλ. πατάτες κοκκινιστές), μία πατσιά κι μία κριάσι (βραστή γίδα), αλλά λίγοι έτρουγαν κριάσι τότι…».


Οι ξυλαρούσες ή τσακνολόγισσες

Μέχρι τώρα, η πώληση καυσόξυλων φαίνεται ανδρική υπόθεση. Όμως και οι γυναίκες είχαν ρόλο, και μάλιστα πολύ πιο δύσκολο, γιατί όχι μόνο έκοβαν τα ξύλα μόνες τους, αλλά και τα μετέφεραν στην πλάτη τους, «ζαλίγκα»!

Σε μικρότερο μεν ποσοστό, αλλά οι γυναίκες πουλούσαν κι αυτές ξύλα στην Άρτα τα δύσκολα αυτά χρόνια μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο.

Η μητέρα μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Πλατανόρεμα (συνοικισμός που σήμερα είναι καταβυθισμένος στην τεχνητή λίμνη του Αράχθου). Απ’ τα παιδικά και νεανικά της χρόνια θυμάται πολύ καλά τις ηρωίδες γυναίκες που μετέφεραν και πουλούσαν ξύλα στην πόλη.

Πολλές από αυτές τις γυναίκες, σύμφωνα με τη μαρτυρία της μητέρας μου, ανήκαν σε οικογένειες μετακινούμενων κτηνοτρόφων, οι οποίοι το καλοκαίρι ζούσαν με τα κοπάδια τους στα ορεινά, ενώ ξεχειμώνιαζαν στα Κοσμίτσαινα (περιοχή που βρίσκεται περίπου απέναντι απ’ τη Ροδαυγή και το Κορφοβούνι), στην περιοχή «13» (ονομάστηκε έτσι λόγω της απόστασης απ’ την Άρτα), πολύ κοντά στο Πλατανόρεμα. 

Άλλα κορίτσια φύλαγαν το κοπάδι με τα γιδοπρόβατα, ενώ άλλες έκοβαν ξύλα και τα πουλούσαν καθημερινά στην Άρτα.

Όμως εδώ υπάρχει και ένα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο: η πώληση ξύλων που χρησιμοποιούνταν ως φωτιστικό μέσο. Πολλά σπίτια στην Άρτα δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα, οπότε χρησιμοποιούσαν ξύλα που είχαν καεί ατελώς (δηλ. μόνο τα φύλλα) σε ρόγκι (ελεγχόμενη πυρκαγιά σε δάσος).

«Έβαναν φουτιά στου λόγκου, αυτά τα δέντρα καίουνταν κι γένουνταν καψάλις. Καίουνταν μαναχά τα φύλλα κι πάινι παρέκεια (πιο πέρα) η φουτιά… Έφκιαναν 2-3 χρόνια καψάλια, όσου ήταν τα λόγκια κι οι κλαρισιές (κόψιμο απ’ τη βάση τη μία χρονιά και τα πουλούσαν την επόμενη). 

Τα καψάλια ήταν πιο λιανά, οι κλαρ’σιές πιο χουντρά… Οι τσακνουλόισσις έφκιαναν τα λιανά τα ξύλα, τα ‘φκιαναν διμάτια κι τα πούλαγαν στ’ν Άρτα… Πάνιγαν ζαλιγκουμένις (πήγαιναν φορτωμένες)… Δρόμους πουλύς… Οι ψυχούλις… Τώρα ου κόσμους δε μπουρεί να δρασκιλίσει ιδώ κι ικεία… Όταν γύρναγαν του μισ’μέρι, μάζουναν πουρτουκάλια πισμένα στα χαντάκια, απ’ τα’ν παγουνιά… Αλλά πού να ηύρισκις τότι πουρτουκάλια… Καρτέρ’γαμαν κι ιμείς στου μύλου (είχαν νερόμυλο οι παππούδες μου), να μας δώκουν κάνα πουρτουκάλι να φάμι…».


Ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει ο Άραχθος!

Όπως θυμούνται οι μεγαλύτερης ηλικίας Αρτινοί, η κοίτη του Αράχθου παλιότερα, κυρίως πριν από την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος στο Πουρνάρι, ήταν διαφορετική. Παλιά ο Άραχθος (ο «Μέγας», όπως τον λένε οι ορεινοί) ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των Αρτινών όταν «κατέβαζε». 

Οι πλημμύρες προκαλούσαν τεράστιες καταστροφές, αλλά είχαν και ένα παράπλευρο όφελος: έφερναν ξύλα!

Στο ορμητικό κατέβασμά του το ποτάμι παράσερνε και πάρα πολλά ξύλα, τα οποία εκβράζονταν στις όχθες τους, οπότε πήγαιναν κυρίως οι γυναίκες (αλλά και τα παιδιά) για να τα μεταφέρουν στο σπίτι τους. Ξύλα μικρά και μεγάλα ήταν ένα ανέλπιστο δώρο για τους φτωχούς Αρτινούς, πολλοί απ’ τους οποίους δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν καυσόξυλα.

Αρκετές δεκαετίες έχουν περάσει από το μακρινό 1949. Τεράστιες αλλαγές και θεαματική πρόοδος σε όλους τους τομείς. 

Δυστυχώς, όμως, υπάρχει και μια μαύρη σελίδα…

Άρτα, 2019. Η πόλη ξεπαγιάζει και περιμένει εναγωνίως τα καυσόξυλα από τα χωριά, για να ζεσταθεί.

Ανατριχιαστικά τα παιγνίδια της Ιστορίας…




epirusblog.gr
5 of 5
Άρτα: Ξυλοφόρος - Πωλητής καυσόξυλων στην Άρτα - Η πόλη ξεπαγιάζει το 2019… όπως το 1949!
epirusblog.gr
5 of 5
Αρτα 3902445163336063167
item